04 Σεπτεμβρίου 2017

Άρση παράνομων μισθολογικών περικοπών

Αχαρνές, 1/9/2017
Α.Π. 196/6.1
Προς: Γ.Δ. ΙΓΜΕ Δρ Δ. Τσαγκά
Κοιν.: Πρόεδρο Δ.Σ. ΙΓΜΕ Καθ. Κ. Χρηστάνη


Θέμα: Άρση παράνομων μισθολογικών περικοπών


Κύριε Γενικέ,
όπως γνωρίζετε και από τις μέχρι σήμερα συζητήσεις και παρεμβάσεις μας, μια από τις ιδιαίτερα επείγουσες εκκρεμότητες και ένα από τα πλέον σοβαρά προβλήματα τόσο του Ινστιτούτου όσο και του προσωπικού που το υπηρετεί, είναι η επίλυση του προβλήματος της παράνομης μείωσης των αποδοχών των εργαζομένων στο ΙΓΜΕ σε ύψος κατώτερο του 75% σε σχέση με τις αποδοχές που ελάμβαναν τον Οκτώβριο του 2011.
Υπενθυμίζουμε το ιστορικό αυτής της παρανομίας:


Με τον νόμο 4024/2011, στα πλαίσια των μνημονιακών δεσμεύσεων, είχε καθιερωθεί ένα νέο ενιαίο μισθολόγιο για τους δημοσίους υπαλλήλους, που προέβλεπε εκτεταμένες μειώσεις αποδοχών. Με τον ίδιο νόμο οι ΔΕΚΟ και τα λοιπά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υποχρεώθηκαν να μειώσουν από 1-11-2011 το μέσο μισθολογικό κόστος τους κατά ποσοστό 35%, σε σχέση με το μισθολογικό κόστος που είχαν κατά το έτος 2009. Οι περικοπές αυτές προβλέφθηκε να γίνουν σταδιακά. Έτσι περικοπές που δεν ξεπερνούσαν το 25% των αποδοχών του Οκτωβρίου 2011 έγιναν αμέσως. Οι περαιτέρω περικοπές, οι οποίες ονοματίστηκαν κατά τον ν.4024/2011 ως «υπερβάλλουσα διαφορά», επρόκειτο να εφαρμοστούν σε τρεις ισόποσες δόσεις, μέσα σε διάστημα δύο ετών, αρχής γενομένης από τον Νοέμβριο 2012 (το 1/3), και στη συνέχεια 1/3 από τον Νοέμβριο 2013 και τέλος 1/3 από τον Νοέμβριο 2014.
Με τον νόμο 4093/2012 όμως, με τον οποίο υπήχθησαν στο ενιαίο μισθολόγιο και οι ΔΕΚΟ και τα λοιπά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (όπως το ΙΓΜΕ, τότε ΕΚΒΑΑ), το σύνολο των παραπάνω περικοπών της «υπερβάλλουσας διαφοράς» ανεστάλη για τους υπαλλήλους του Δημοσίου μέχρι την 31.12.2016 και έτσι οι εργαζόμενοι αυτοί συνέχισαν να λαμβάνουν την «υπερβάλλουσα διαφορά» και μετά τις 1-11-2012.
Και ενώ αναμενόταν ότι, με την ανωτέρω υπαγωγή στο ενιαίο μισθολόγιο και των εργαζόμενων του ΙΓΜΕ, θα συνέχιζαν να λαμβάνουν όπως οι Δημόσιοι Υπάλληλοι κανονικά την «υπερβάλλουσα διαφορά», η Διοίκηση του ΕΚΒΑΑ, με απόφαση του Δ.Σ. τον Σεπτέμβριο 2013, προέβη σε δύο ΝΕΕΣ παράνομες περικοπές αποδοχών. Αφ’ ενός μεν στην, τελούσα σε αναστολή κατά τον ν.4093/12, περικοπή του 1/3 της «υπερβάλλουσας διαφοράς», επιπλέον δε σε πρόσθετη εκ νέου (!!!) περικοπή μέχρι 25% των αποδοχών. Όλα αυτά, με βάση μια απλή εγκύκλιο του ΓΛΚ που ερμήνευε αυθαίρετα το νόμο και παρά τις αντίθετες ερμηνείες της Νομικής Υπηρεσίας του Ινστιτούτου και έγκριτων νομικών που ζήτησε και τέθηκαν υπόψη στη Διοίκηση (των καθηγητών Παπαδημητρίου και Κατρούγκαλου, καθώς και του επίτιμου Δικηγόρου Λ. Σέμπου, νυν Υποδιοικητή του ΕΦΚΑ).
Εδώ χρειάζεται να τονιστεί ότι το 2014 οι μειώσεις των αποδοχών που επιβλήθηκαν με την επίμαχη αυθαίρετη εγκύκλιο του ΓΛΚ κρίθηκαν παράνομες από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ είχαν προηγηθεί και αρκετές αντίστοιχες αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων. Οι αποφάσεις αυτές δεν πτόησαν το ΓΛΚ, το οποίο συνέχισε να πιέζει τις διοικήσεις των Οργανισμών να μην εφαρμόσουν την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


Η παράνομη, προφανώς αντισυνταγματική, και παράλογη αυτή προσέγγιση οδήγησε τους εργαζόμενους στο ΙΓΜΕ στην απόφαση να διεκδικήσουν δικαστικά την άρση των συνεπειών της, με αποτέλεσμα να έχουν ήδη δικαιωθεί, από τις αρχές του 2014 έως και σήμερα, με πλήθος πρωτόδικων θετικών αποφάσεων (πλην μίας), ήδη δε και με μία εφετειακή θετική απόφαση (Ιωάννινα, 67/2016, τη μόνη εφετειακή που έχει εκδικαστεί έως σήμερα).


Έτσι σήμερα, 46 εργαζόμενοι στο ΙΓΜΕ έχουν δικαιωθεί και πληρώνονται χωρίς την παράνομη παρακράτηση του δεύτερου 25% στο μισθό τους, από τους υπόλοιπους έχουν προσφύγει περίπου το 85%, και στις προσφυγές που εκδικάστηκαν έχουν εκδοθεί θετικές δικαστικές αποφάσεις χωρίς να έχει αποκατασταθεί η παράνομη παρακράτηση – καθώς δεν έχει χαρακτηριστεί άμεσα εκτελεστή η απόφαση, και για ορισμένους ακόμη εκκρεμούν οι προσφυγές τους. Έχει δε διαμορφωθεί ένα περίπλοκο και πολύπλοκο τοπίο καταστάσεων, με ορισμένους υπαλλήλους να έχουν πάρει και τα οφειλόμενα αναδρομικά, κάποιοι δε από τους οποίους και τόκους υπερημερίας αυτών. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε μία στρέβλωση των αμοιβών στο ΙΓΜΕ όπου οι αμοιβές δεν αντιστοιχούν σε κλάδο,  προσόντα και προϋπηρεσία, και σε τεχνητές αντιθέσεις που δυναμιτίζουν το κλίμα συνεργασίας και προκαλούν το αίσθημα δικαίου.
Το Συνδικάτο εργαζομένων ΙΓΜΕ είχε βεβαίως θέσει το πρόβλημα αυτό στο προηγούμενο ΔΣ, προτείνοντας ως άμεση και πιθανά λειτουργικότερη λύση την αντιμετώπισή του μέσω της υπογραφής νέας ΕΣΣΕ, με τη μεσολάβηση του ΟΜΕΔ. Το τότε Δ.Σ., αναγνωρίζοντας το δίκαιο του αιτήματος και τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί και στη λειτουργία του ΙΓΜΕ, με την απόφασή του 2/8-2-2017  αποδέχτηκε αυτή την πρόταση και όρισε μάλιστα και τους εκπροσώπους του στη διαδικασία μεσολάβησης. Η παραίτηση όμως του Δ.Σ. στις 29/3/2017 δεν έδωσε τη δυνατότητα να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε στον κυκεώνα που περιγράφηκε με:
- ένας αριθμός εργαζομένων (46) να έχει δικαιωθεί και να μισθοδοτείται χωρίς τη δεύτερη παράνομη μείωση ενώ η πλειοψηφία την υφίσταται
- ένας αριθμός να έχει λάβει κλάσμα των αναδρομικών παράνομων κρατήσεων (ανάλογα με την κρίση του εκάστοτε δικαστή, από 3.000 έως 10.000€ ανά εργαζόμενο), ορισμένοι μάλιστα από αυτούς να έχουν λάβει και τους τόκους υπερημερίας, χωρίς να έχει αποκατασταθεί σε αρκετούς από αυτούς η παράνομη μείωση, καθώς δεν χαρακτηρίστηκε η απόφαση «άμεσα εκτελεστή» από το δικαστή
- το ποσό που διαμορφώνεται ως οφειλή του ΙΓΜΕ προς τους εργαζόμενους να αυξάνεται δραματικά (στις περιπτώσεις των παλαιότερων συναδέλφων, με αναδρομικά και τόκους υπερημερίας, προσεγγίζει τις 40.000€ ανά εργαζόμενο), με αποτέλεσμα η παράνομη μείωση να κινδυνεύει να εξελιχτεί σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα υψηλού οικονομικού μεγέθους.
-  Το ΙΓΜΕ αλλά και οι εργαζόμενοι του να οδηγούνται σε δικαστικές διαμάχες που ενώ είναι δεδομένο ότι θα κερδηθούν από τους εργαζόμενους, δαπανώνται σημαντικά χρηματικά ποσά από αμφότερους, γεγονός που δεν συμφέρει κανέναν και ευνοεί μόνο τα δικηγορικά γραφεία που αναλαμβάνουν μία πληθώρα υποθέσεων. Αντίθετα, οι δαπάνες αυτές του ΙΓΜΕ θα μπορούσαν να καλύψουν ένα μέρος των αναδρομικών που οφείλει το Ινστιτούτο στους εργαζόμενους από τις παράνομες παρακρατήσεις των μισθών των εργαζομένων.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, το Συνδικάτο θεωρεί και θέτει ως κατεπείγουσα την ανάγκη αντιμετώπισης των παράνομων μισθολογικών μειώσεων, με κατ’ αρχήν άμεση ακύρωσή τους για όλο το προσωπικό του ΙΓΜΕ, και στη συνέχεια την εξεύρεση λύσης για την αποπληρωμή των αναδρομικών οφειλών που προκύπτουν από αυτή.
Η δαπάνη που απαιτείται για να καλυφθεί η άμεση ακύρωση των παράνομων μειώσεων των μισθών μας  έχει επακριβώς υπολογιστεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ινστιτούτου και δεν υπερβαίνει τις 100.000€ ανά μήνα, μέγεθος αντιμετωπίσιμο και από τον τρέχοντα προϋπολογισμό του ΙΓΜΕ.
Συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι ο πλέον πρόσφορος και λειτουργικότερος τρόπος αντιμετώπισης είναι εκείνος της κατοχύρωσης των παραπάνω μέσα από νέα ΕΣΣΕ, με τη μεσολάβηση του ΟΜΕΔ, που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Καλούμε το Γενικό Διευθυντή να εισηγηθεί στο επόμενο Δ.Σ. μια αντίστοιχη πρόταση, ώστε να εκκινήσει άμεσα και η διαπραγμάτευση για τον τρόπο αποκατάστασης αυτής της παράφορης αδικίας, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε άλλο ένα σοβαρό εμπόδιο στη λειτουργία και την αποδοτικότητα του Ινστιτούτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: