25 Ιουλίου 2013

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ

Ο αναπτυξιακός ρόλος του ΙΓΜΕ
στον ΟΡΥΚΤΟ ΠΛΟΥΤΟ και τις ΥΠΟΔΟΜΕΣ

Σε μια περίοδο που στα ΜΜΕ καθημερινά κυριαρχεί η συρρίκνωση του Δημοσίου Τομέα και το πόσες χιλιάδες εργαζόμενοι του Δημόσιου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα πρέπει να απολυθούν ή να μετακινηθούν για να ικανοποιηθούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ και του ΔΝΤ, θεωρούμε υποχρέωση μας να αποδείξουμε το ρόλο και τη σημασία του Δημόσιου Τομέα στην έρευνα.
Η ημερίδα αυτή αποτελεί μια απάντηση στην ισοπεδωτική κυβερνητική πολιτική της συρρίκνωσης των ερευνητικών φορέων, που επιχειρείται στα πλαίσια της γενικότερης μείωσης του Δημόσιου Τομέα και που έτσι και αλλιώς αργοπεθαίνει λόγω της βιολογικής γήρανσης του προσωπικού τους, αλλά και του περιορισμού της χρηματοδότηση του. Αποτελεί όμως και μια απάντηση στην κυβερνητική πολιτική στον Τομέα του Ορυκτού Πλούτου (Ο.Π.) που με διαδικασίες fast-track ετοιμάζεται να τον ξεπουλήσει, χωρίς καν να γνωρίζει την αξία του.

Το ΙΓΜΕ που είναι το αρμόδιο ερευνητικό Ινστιτούτο εντοπισμού και αξιολόγησης του Ο.Π. επί ενάμιση χρόνο τώρα ταλαιπωρείται λειτουργικά και οργανωτικά μετά την ενοποίηση του με το ΕΚΠΑ (ένα φορέα παροχής υπηρεσιών περιβάλλοντος) και έχει οδηγηθεί ουσιαστικά σε παροπλισμό αφού ήδη έχουν συνταξιοδοτηθεί τον τελευταίο χρόνο 120 εργαζόμενοι (οι περισσότεροι αποχώρησαν λόγω εργασιακής ανασφάλειας) και άλλοι 100 βρίσκονται σε καθεστώς ομηρίας λόγω της ΚΥΑ 25200, που προβλέπει την απομάκρυνση χρήσιμου και αναντικατάστατου τεχνικού προσωπικού με πολύχρονη εμπειρία σε ερευνητικές εργασίες.

Ήταν όμως όλα αυτά κεραυνός εν αιθρία και πως φτάσαμε στην Τρόικα  και στις οριζόντιες απολύσεις;

Η απάντηση βρίσκεται σε παλιότερες περιόδους όταν μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ εντάθηκε η πολιτική γενικότερης αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις στο χώρο των πρώην σοσιαλιστικών κρατών, επιτάχυνε την απαξίωση του Ορυκτού Πλούτου της χώρας και είχε άμεσες επιπτώσεις και στην έρευνα του.
Η πτώση των τιμών των μετάλλων, οδήγησε στην μείωση της παραγωγής και την πλήρη εγκατάλειψη της μεταλλευτικής έρευνας από το ΙΓΜΕ, όταν οι προηγμένες χώρες την εποχή της κρίσης επένδυαν στην έρευνα.
Ήδη από το 1989-΄90 άρχισε να μειώνεται το ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του Ορυκτού Πλούτου αφού η συμμετοχή του στο  ΑΕΠ από το 5% έπεφτε σταδιακά στο 0.5%. Έτσι αντί στη δεκαετία του 2000 να ενταθούν οι έρευνες του Ορυκτού Πλούτου για νέα αποθέματα, νέους ορυκτούς πόρους, νέες μεθόδους εμπλουτισμού στην ουσία μηδενίστηκαν τα κονδύλια της έρευνας με αποτέλεσμα σήμερα στη περίοδο της ζήτησης (λόγω της αλματώδους ανάπτυξης στις χώρες του BRICS) να μην υπάρχουν σαφή δεδομένα για την αξιοποίηση του. Ακόμη και σήμερα μετά την οδηγία Φερχόγκεν για εντατικοποίηση της έρευνας τα κονδύλια του ΕΣΠΑ δεν έχουν αξιοποιηθεί με κίνδυνο να χαθούν οι πόροι χωρίς αποτέλεσμα.

Παράλληλη πτωτική ήταν και η πορεία της έρευνας των Ενεργειακών Πόρων Υλών (Λιγνίτες, Τύρφη, Ουράνιο, Γεωθερμία). Με το πρόσχημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος περιορίστηκε ουσιαστικά η αξιοποίηση του Εθνικού ενεργειακού πόρου του λιγνίτη με την υποκατάσταση του από το Φυσικό αέριο και την αξιοποίηση των ΑΠΕ.
Αντί να δοθεί έμφαση στις νέες τεχνολογίες καύσης του λιγνίτη αλλά και της απορρύπανσης μέσω των νέων τεχνολογιών, δόθηκε έμφαση στην υπερβολική και χωρίς σχεδιασμό αξιοποίηση του φυσικού αέριου και των ΑΠΕ προκειμένου έτσι να διευκολύνουν την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, μεταφέροντας παράλληλα το κόστος της ανάπτυξης τους στον καταναλωτή.΄Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να περιοριστεί ο εθνικός ενεργειακός πόρος των λιγνιτών αυξάνοντας την εξάρτηση της χώρας.
Αλλά και η ανάπτυξη των γεωθερμικών πεδίων, με την ανορθολογική  κατάτμηση τους, που γίνεται με στόχο την κερδοσκοπική αξιοποίηση τους από τους ιδιώτες, έχει σαν αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί η έρευνα από το ΙΓΜΕ σε 4 μόνο περιοχές της χώρας.
 Επίσης με πρόσχημα την μη ανάπτυξη ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών ατομικής ενέργειας, η έρευνα του Ουρανίου, έχει χρόνια τώρα εγκαταλειφτεί όταν οι προοπτικές ζήτησης αυξάνουν και όταν αφορά Ορυκτό Πόρο στρατηγικής σημασίας.

Διαχρονική όμως ήταν και η υποτίμηση της Βασικής Έρευνας (κύρια της γεωλογικής χαρτογράφησης και της υποθαλάσσιας γεωλογίας) αφού ποτέ δεν έγινε κατανοητό ότι η οποιαδήποτε εφαρμοσμένη ερευνητική δραστηριότητα πρέπει να πατάει σε στέρεα βάση που δεν είναι παρά η γεωλογία. Αυτή η αντίληψη οδήγησε το σημερινό ΙΓΜΕ σε μια οριακή ερευνητική κατάσταση αφού τώρα που η γεωλογική χαρτογράφηση αποκτά και πάλι βαρύνουσα σημασία λόγω του προγράμματος της One Geology πρέπει να αναλάβουν το τιτάνιο έργο της επικαιροποίησης των γεωλογικών χαρτών (η χαρτογράφηση των οποίων βασίστηκε κατά ένα μέρος  σε ξεπερασμένα γεωλογικά μοντέλα), 2-3 εναπομείναντες μόνο γεωλόγοι χαρτογράφοι. Οι επιπτώσεις αυτής της καθυστέρησης εμφανίζονται και στα εφαρμοσμένα επιστημονικά πεδία της γεωλογικής επιστήμης όπως η αναζήτηση Ορυκτών Πρώτων Υλών, η υδρογεωλογία, η γεωτεχνική έρευνα κ.α.

Άλλος ένας τομέας που η υποβάθμιση του ΙΓΜΕ υποτάχθηκε στις γενικότερες πολιτικές προτεραιότητες ήταν και η υδρογεωλογική έρευνα. Αντί η ανάγκη της ορθολογικότερης διαχείρισης των υδατικών πόρων να ενισχύσει την έρευνα για την εξεύρεση νέων υπόγειων υδατικών πόρων ή στη μελέτη επιβαρυμένων υδροφόρων συστημάτων (προκειμένου να ληφθούν μέτρα εξυγίανσης) η προτεραιότητα δόθηκε στην κατάρτιση δικτύων. Δίκτυα που δεν είχαν στόχο την ουσιαστική υδρογεωλογική αξιολόγηση και στην  εξαγωγή ουσιαστικών συμπερασμάτων από την μοντελοποίηση των υδροφόρων συστημάτων.
Η πολιτική διαχείρισης, ανάπτυξης και προστασίας του υπόγειου υδατικού δυναμικού προσαρμοσμένη στα πλαίσια της Οδηγίας 2000/60 εξαντλείται στη λογική ανάπτυξης των δικτύων που δεν καταλήγουν σε ένα επαρκές χωροχρονικά εθνικό δίκτυο. Στη συγκεκριμένη μελέτη που προωθείται στα πλαίσια του ΕΣΠΑ, η ανάπτυξη εθνικού δικτύου παρακολούθησης του υπόγειου υδατικού δυναμικού της χώρας αν και είναι σε βελτιωμένη μορφή σε σχέση με τις προηγούμενες ακολουθεί την ίδια αποσπασματική λογική.
 Μάλιστα με την ενδεχόμενη ανάθεση ως υπεργολαβία στο ΙΓΜΕ την κατάρτιση του Εθνικού δικτύου των υδρογεωτρήσεων, το ΙΓΜΕ κινδυνεύει να απολέσει πλήρως τον ερευνητικό του χαρακτήρα και να μετατραπεί σε μια γραφειοκρατική υπηρεσία.
Συμπερασματικά η καταγραφή υδατικών σημείων σε πολύ λίγες περιπτώσεις έδωσε σαφή υδρογεωλογικά ισοζύγια ή νέα πεδία ανάπτυξης των υπόγειων υδατικών πόρων. Δυστυχώς εδώ και χρόνια δεν έχουν μπει στο ΙΓΜΕ υδρογεωλογικά μελετητικά προγράμματα όπως γίνονταν τη δεκαετία του ΄80 που να έχουν σκοπό τη διασφάλιση της υδροδότησης μεγάλων πόλεων της χώρας που πλήττονται από την λειψυδρία ή τις μελέτες απορρύπανσης βεβαρυμμένων υδροφόρων συστημάτων. 

Αλλά και η γεωτεχνική έρευνα χρόνια τώρα έχει περιοριστεί στην πυροσβεστική αντιμετώπιση συγκεκριμένων γεωτεχνικών προβλημάτων, έχοντας χάσει το πεδίο της χάραξης εθνικής γεωτεχνικής πολιτικής με την κατάρτιση εθνικής κλίμακας ερευνητικών προγραμμάτων. Η πρόβλεψη στο ΕΣΠΑ κάποιας εθνικής στρατηγικής σημασίας γεωτεχνικής έρευνας, βρίσκεται στη διελκυστίνδα της συνολικής προόδου του ερευνητικού προγράμματος με πιθανότερη την εκδοχή της μη χρηματοδότησης της.

Τέλος η προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από το Β΄ και το Γ! ΚΠΣ για πιο ουσιαστική παρέμβαση του ΙΓΜΕ σε συγκεκριμένα περιβαλλοντικά προβλήματα που συνδέονται με τα εγκαταλελειμμένα λατομεία και ορυχεία αλλά και με την μόλυνση του εδάφους και των υπόγειων νερών από διάφορες ανθρωπογενείς δράσεις φαίνεται να μένει μετέωρη αφού δεν έχουν εγκριθεί οι προτάσεις του ΙΓΜΕ στα πλαίσια του ΕΣΠΑ.

Με βάση τις παραπάνω εξελίξεις γίνεται κατανοητή η σημερινή κατάσταση στην έρευνα για τον Ορυκτό Πλούτο και τις γεωπεριβαλλοντικές Η πολιτεία παραμέτρους και η πολιτική απαξίωσης που ακολουθείται στο ΙΓΜΕ.
Η πολιτεία έχει δώσει στην έρευνα ένα συμπληρωματικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία, ένα χαρακτήρα παρακολούθησης των εξελίξεων στον τομέα των επιστημών και όχι πρωταγωνιστικό. Με το μικρότερο ποσοστό  ως προς το ΑΕΠ σε όλη την Ε.Ε. και με χρηματοδότηση σχεδόν ανύπαρκτη από   τον ιδιωτικό τομέα ήταν επόμενο η έρευνα  νε έπεται των εξελίξεων.
Στα πλαίσια αυτά καταγράφεται και η πορεία ερευνητικής κατάρρευσης του ΙΓΜΕ. Εάν μάλιστα συνεχισθεί η πολιτική συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα και η περιθωριοποίηση του στη χάραξη της αναπτυξιακής πολίτικης τότε όχι  μόνο για το ΙΓΜΕ αλλά και για το σύνολο της έρευνας το μέλλον είναι δυσοίωνο.
Δεν είναι δυνατόν μετά από 5 χρόνια πλήρους κατάρρευσης του παραγωγικού ιστού της χώρας να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας χωρίς να παίξει η ερεύνα τον ρόλο της.  
Ανάπτυξη του Ορυκτού Πλούτου με φορέα ανάλογο αυτού που έφτιαξαν για τους υδρογονάνθρακες δεν σημαίνει απλά ξεπούλημα του Ορυκτού Πλούτου αλλά και το οριστικό θάψιμο οποιουδήποτε γεωλογικού – γεωτεχνικού ενδιαφέροντος έργου. Υπό την έννοια αυτή η στήριξη και ενίσχυση του ΙΓΜΕ, αποτελεί εθνική προτεραιότητα στον βαθμό που πιστεύουμε ότι αυτός ο τόπος μπορεί να έχει ένα καλλίτερο μέλλον.
Αν τελικά κυριαρχήσει η λογική των μνημονίων για συρρίκνωση της  έρευνας και του ΙΓΜΕ η χώρα θα έχει χάσει ουσιαστικά κάθε ευρωπαϊκή οντότητα θα έχει μετατραπεί σε τριτοκοσμική και ο λαός θα έχει χάσει κάθε περιουσιακό του στοιχείο.
Επόμενα ο  αγώνας για το ΙΓΜΕ, ξεφεύγει από το στενά όρια μιας συνδικαλιστικής διεκδίκησης και αποκτά ένα ευρύτερο κοινωνικό και λαϊκό περιεχόμενο. Για αυτό σας καλούμε να τον στηρίξετε σε μια περίοδο μάλιστα που αντιμετωπίζει τη διατεταγμένη κατασυκοφάντηση του μέσα από την συνέντευξη του Προέδρου του ΔΣ του ΕΚΒΑΑ.
Η ημερίδα μας εντάσσεται στα πλαίσια αυτού του αγώνα και αποτελεί απάντηση στην ευτέλεια και την συκοφάντηση και η παρουσία σας αποτελεί για μας ηθική δικαίωση και ενίσχυση της προσπάθειάς μας.                                                                                                                                                                                                                                                 


ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: